- ἐπιμαρτυρίαν
- ἐπιμαρτυρίᾱν , ἐπιμαρτυρίαa callingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμαρτυρία — η (AM ἐπιμαρτυρία) [επίμαρτυς] η επίκληση κάποιου ως μάρτυρα («ἐς ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν και ἡρώων... κατέστη», Θουκ.) αρχ. ο προσδιορισμός τής θέσης ενός αστεριού … Dictionary of Greek